- πλινθευτής
- πλινθ-ευτής, οῦ, ὁ,A brickmaker, Poll.7.163, POxy.158.1 (vi/vii A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλινθευτής — ὁ, Α [πλινθεύω] αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθουργός … Dictionary of Greek
πλινθευταί — πλινθευτής brickmaker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθιακός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πλίνθους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθιακός πλινθευτής, πλινθουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται μάλλον από τον τ. πλινθίον, υποκορ. τού πλίνθος (πρβλ. θηρ ιακός: θηρ ίον)] … Dictionary of Greek